- χλέος
- χλέος, ὁ,A = χλῆδος, IG5(2).4.19 (Tegea, iv B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χλέος — ὁ, Α χλῆδος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χλῆδος] … Dictionary of Greek
χλήδος — και χληδός, ὁ, Α λάσπη με σκουπίδια που παρασύρει και κατεβάζει ποταμός ή χείμαρρος («τὸν χλῆδον ἐκβαλὼν εἰς τὴν ὁδόν», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λ., η οποία συνδέεται πιθ. με τον τ. χλέος, που εμφανίζει την ίδια σημ. και το ίδιο… … Dictionary of Greek